Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incannàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inkanˈnadʤo]

1 περιέλιξη
2 μασούρισμα
3 ροδάνισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incandescenza incannare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incancherire (ρ. μτβ.)
incancrenire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incancrenirsi (ρ.μ. (αντων.))
incandescente (επίθ.)
incandescenza (θηλ.ουσ)
incannaggio (ουσ αρσ )
incannare (ρ. μτβ.)
incannata (θηλ.ουσ)
incannatoio (ουσ αρσ )
incannatore (ουσ αρσ )
incannatura (θηλ.ουσ)
incannicciare (ρ. μτβ.)
incannicciata (θηλ.ουσ)
incannicciatura (θηλ.ουσ)
incannucciare (ρ. μτβ.)
incannucciata (θηλ.ουσ)
incannucciatura (θηλ.ουσ)
incantamento (ουσ αρσ )
incantare (ρ. μτβ.)
incantarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---