Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincannàggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inkanˈnadʤo] 1 περιέλιξη 2 μασούρισμα 3 ροδάνισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |