Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incancherìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkankeˈrire]

γίνομαι καρκινώδης ή καρκινικός

incancherìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkankeˈrire]

καθιστώ καρκινώδη ή καρκινικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incancellabile incancrenire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incanaglire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incanalamento (ουσ αρσ )
incanalare (ρ. μτβ.)
incanalatura (θηλ.ουσ)
incancellabile (επίθ.)
incancherire (ρ.αμτβ.)
incancherire (ρ. μτβ.)
incancrenire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incancrenirsi (ρ.μ. (αντων.))
incandescente (επίθ.)
incandescenza (θηλ.ουσ)
incannaggio (ουσ αρσ )
incannare (ρ. μτβ.)
incannata (θηλ.ουσ)
incannatoio (ουσ αρσ )
incannatore (ουσ αρσ )
incannatura (θηλ.ουσ)
incannicciare (ρ. μτβ.)
incannicciata (θηλ.ουσ)
incannicciatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---