Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincancherìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [inkankeˈrire] γίνομαι καρκινώδης ή καρκινικός incancherìre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [inkankeˈrire] καθιστώ καρκινώδη ή καρκινικό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |