Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incannucciàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkannutˈʧata]

1 πλέγμα από καλάμια
2 καλαμωτή
3 πλέγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incannucciare incannucciatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incannatura (θηλ.ουσ)
incannicciare (ρ. μτβ.)
incannicciata (θηλ.ουσ)
incannicciatura (θηλ.ουσ)
incannucciare (ρ. μτβ.)
incannucciata (θηλ.ουσ)
incannucciatura (θηλ.ουσ)
incantamento (ουσ αρσ )
incantare (ρ. μτβ.)
incantarsi (ρ.μ. (αντων.))
incantato (επίθ.)
incantatore (ουσ αρσ )
incantatore (επίθ.)
incantatrice (θηλ.ουσ)
incantesimo (ουσ αρσ )
incantevole (επίθ.)
incanto (ουσ αρσ )
incantucciare (ρ. μτβ.)
incantucciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incanutimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---