Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincanutiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inkanutiˈmento] 1 γκριζάρισμα 2 άσπρισμα των μαλλιών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |