Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incaponiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inkaponiˈmento]

1 ξεροκεφαλιά
2 ισχυρογνωμοσύνη
3 πείσμα
4 επιμονή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incapestrare incaponirsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incapacità (θηλ.ουσ)
incaparbire (ρ.αμτβ.)
incaparbirsi (ρ.μ. (αντων.))
incaparbito (επίθ.)
incapestrare (ρ. μτβ.)
incaponimento (ουσ αρσ )
incaponirsi (ρ. μ. αμτβ.)
incappare (ρ.αμτβ.)
incappato (αρσ. επίθ και ουσ)
incappellare (ρ. μτβ.)
incappellarsi (ρ.μ. (αντων.))
incappiare (ρ. μτβ.)
incappottare (ρ. μτβ.)
incappottarsi (ρ.μ. (αντων.))
incappucciare (ρ. μτβ.)
incappucciarsi (ρ.μ. (αντων.))
incappucciato (αρσ. επίθ και ουσ)
incapricciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incapsulamento (ουσ αρσ )
incapsulare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---