Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincapsulaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inkapsulaˈmento] 1 τοποθέτηση σε κάψουλα 2 συμπύκνωση σε κάψουλα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |