Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incarceraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inkarʧeraˈmento]

κάθειρξη (χρησιμοποίησε καλύτερα το incarcerazione)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incapsulare incarcerare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incappucciarsi (ρ.μ. (αντων.))
incappucciato (αρσ. επίθ και ουσ)
incapricciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incapsulamento (ουσ αρσ )
incapsulare (ρ. μτβ.)
incarceramento (ουσ αρσ )
incarcerare (ρ. μτβ.)
incarcerazione (θηλ.ουσ)
incardinare (ρ. μτβ.)
incardinarsi (ρ.μ. (αντων.))
incardinazione (θηλ.ουσ)
incaricare (ρ. μτβ.)
incaricarsi (ρ.μ. (αντων.))
incaricato (ουσ αρσ )
incaricato (επίθ.)
incarico (ουσ αρσ )
incarnare (ρ. μτβ.)
incarnarsi (ρ.μ. (αντων.))
incarnato (ουσ αρσ )
incarnato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---