Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incappucciàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [inkapputˈʧato]

κουκουλωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incappucciarsi incapricciarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incappiare (ρ. μτβ.)
incappottare (ρ. μτβ.)
incappottarsi (ρ.μ. (αντων.))
incappucciare (ρ. μτβ.)
incappucciarsi (ρ.μ. (αντων.))
incappucciato (αρσ. επίθ και ουσ)
incapricciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incapsulamento (ουσ αρσ )
incapsulare (ρ. μτβ.)
incarceramento (ουσ αρσ )
incarcerare (ρ. μτβ.)
incarcerazione (θηλ.ουσ)
incardinare (ρ. μτβ.)
incardinarsi (ρ.μ. (αντων.))
incardinazione (θηλ.ουσ)
incaricare (ρ. μτβ.)
incaricarsi (ρ.μ. (αντων.))
incaricato (ουσ αρσ )
incaricato (επίθ.)
incarico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---