Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincarceràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [inkarʧeˈrare] 1 εγκλείω 2 περικλείω με τοίχους 3 φυλακίζω 4 φυλακώνω 5 μπαγλαρώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |