Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincarnàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inkarˈnato] ροζ απόχρωση (της λευκής σάρκας) incarnàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inkarˈnato] 1 ενσαρκωμένος 2 ροδοκόκκινος (στο χρώμα της ανθρώπινης λευκής σάρκας) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |