Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incarnàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inkarˈnato]

ροζ απόχρωση (της λευκής σάρκας)

incarnàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkarˈnato]

1 ενσαρκωμένος
2 ροδοκόκκινος (στο χρώμα της ανθρώπινης λευκής σάρκας)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incarnarsi incarnazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incaricato (ουσ αρσ )
incaricato (επίθ.)
incarico (ουσ αρσ )
incarnare (ρ. μτβ.)
incarnarsi (ρ.μ. (αντων.))
incarnato (ουσ αρσ )
incarnato (επίθ.)
incarnazione (θηλ.ουσ)
incarnire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incarnirsi (ρ. μ. αμτβ.)
incarnito (επίθ.)
incarognire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incarognirsi (ρ. μ. αμτβ.)
incarrucolare (ρ. μτβ.)
incarrucolarsi (ρ.μ. (αντων.))
incartamento (ουσ αρσ )
incartapecorire (ρ.αμτβ.)
incartapecorirsi (ρ.μ. (αντων.))
incartapecorito (επίθ.)
incartare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---