Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incarrucolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkarrukoˈlare]

περνώ σκοινί σε τρύπα ή σε τροχαλία

incarrucolarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inkarrukoˈlarsi]

1 ανακατεύομαι
2 μπερδεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incarognirsi incartamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incarnire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incarnirsi (ρ. μ. αμτβ.)
incarnito (επίθ.)
incarognire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incarognirsi (ρ. μ. αμτβ.)
incarrucolare (ρ. μτβ.)
incarrucolarsi (ρ.μ. (αντων.))
incartamento (ουσ αρσ )
incartapecorire (ρ.αμτβ.)
incartapecorirsi (ρ.μ. (αντων.))
incartapecorito (επίθ.)
incartare (ρ. μτβ.)
incartatrice (θηλ.ουσ)
incarto (ουσ αρσ )
incartocciare (ρ. μτβ.)
incartocciarsi (ρ.μ. (αντων.))
incartonare (ρ. μτβ.)
incasellare (ρ. μτβ.)
incasinato (επίθ.)
incassabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---