Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincarrucolàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [inkarrukoˈlare] περνώ σκοινί σε τρύπα ή σε τροχαλία incarrucolarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [inkarrukoˈlarsi] 1 ανακατεύομαι 2 μπερδεύομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |