Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincartocciàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [inkartotˈʧare] 1 βάζω σε χαρτοσακούλα 2 περιτυλίγω σε χαρτί incartocciarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [inkartotˈʧarsi] κουλουριάζομαι (χρησιμοποίησε καλύτερα το accartocciarsi) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |