Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incàrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈkarto]

1 ντοκουμέντα
2 συσκευασία
3 πακέτο
4 χαρτιά
5 έγγραφα
6 περιτύλιγμα
7 περίβλημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incartatrice incartocciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incartapecorire (ρ.αμτβ.)
incartapecorirsi (ρ.μ. (αντων.))
incartapecorito (επίθ.)
incartare (ρ. μτβ.)
incartatrice (θηλ.ουσ)
incarto (ουσ αρσ )
incartocciare (ρ. μτβ.)
incartocciarsi (ρ.μ. (αντων.))
incartonare (ρ. μτβ.)
incasellare (ρ. μτβ.)
incasinato (επίθ.)
incassabile (επίθ.)
incassamento (ουσ αρσ )
incassare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incassarsi (ρ.μ. (αντων.))
incassato (επίθ.)
incassatore (ουσ αρσ )
incassatura (θηλ.ουσ)
incasso (ουσ αρσ )
incastellamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---