Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincartapecorìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [inkartapekoˈrire] 1 ξεραίνομαι 2 μαραίνομαι incartapecorirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [inkartapekoˈrirsi] 1 ξεραίνομαι 2 μαραίνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |