Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincassàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [inkasˈsare] εισπράττω incassarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [inkasˈsarsi] 1 είμαι εγκλωβισμένος 2 είμαι βαθιά χωμένος σε όρυγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |