Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incastràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkasˈtrato]

1 σφηνωμένος
2 παγιδευμένος
3 θηλυκωμένος
4 στερεωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incastrarsi incastratrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incastonare (ρ. μτβ.)
incastonatore (ουσ αρσ )
incastonatura (θηλ.ουσ)
incastrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incastrarsi (ρ.μ. (αντων.))
incastrato (επίθ.)
incastratrice (θηλ.ουσ)
incastratura (θηλ.ουσ)
incastro (ουσ αρσ )
incatenacciare (ρ. μτβ.)
incatenamento (ουσ αρσ )
incatenare (ρ. μτβ.)
incatenarsi (ρ.μ. (αντων.))
incatenatura (θηλ.ουσ)
incatramare (ρ. μτβ.)
incattivire (ρ.αμτβ.)
incattivire (ρ. μτβ.)
incattivirsi (ρ.μ. (αντων.))
incautamente (επίρ.)
incauto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---