Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incattivìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inkattiˈvire]

γίνομαι κακός

incattivìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkattiˈvire]

κάνω κάποιον κακό

incattivirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inkattiˈvirsi]

1 χαλώ
2 χάνω το κέφι μου
3 παραφέρομαι
4 δυσθυμώ
5 γίνομαι άτακτος
6 διαφθείρομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incatramare incautamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incatenamento (ουσ αρσ )
incatenare (ρ. μτβ.)
incatenarsi (ρ.μ. (αντων.))
incatenatura (θηλ.ουσ)
incatramare (ρ. μτβ.)
incattivire (ρ.αμτβ.)
incattivire (ρ. μτβ.)
incattivirsi (ρ.μ. (αντων.))
incautamente (επίρ.)
incauto (επίθ.)
incavalcare (ρ. μτβ.)
incavallatura (θηλ.ουσ)
incavare (ρ. μτβ.)
incavato (επίθ.)
incavatura (θηλ.ουσ)
incavezzare (ρ. μτβ.)
incavicchiare (ρ. μτβ.)
incavigliare (ρ. μτβ.)
incavigliatura (θηλ.ουσ)
incavo, incavo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---