Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincavicchiàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [inkavikˈkjare] 1 στερεώνω με ξύλινα καρφιά ή πείρους 2 καρφώνω με ξύλινα καρφιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |