Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inceneràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inʧeneˈrare]

1 στρώνω στάχτες
2 διασπείρω στάχτες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incendio incenerimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incendiare (ρ. μτβ.)
incendiarsi (ρ.μ. (αντων.))
incendiario (ουσ αρσ )
incendiario (επίθ.)
incendio (ουσ αρσ )
incenerare (ρ. μτβ.)
incenerimento (ουσ αρσ )
incenerire (ρ. μτβ.)
incenerirsi (ρ.μ. (αντων.))
inceneritore (ουσ αρσ )
incensamento (ουσ αρσ )
incensare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incensarsi (ρ.μ. (αντων.))
incensata (θηλ.ουσ)
incensatore (ουσ αρσ )
incensatura (θηλ.ουσ)
incensazione (θηλ.ουσ)
incensiere (ουσ αρσ )
incenso (ουσ αρσ )
incensurabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---