Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incenerìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inʧeneˈrire]

1 κατασυντρίβω
2 καταστρέφω
3 εκμηδενίζω
4 εξολοθρεύω
5 κατακαίω
6 αποτεφρώνω
7 αφανίζω

incenerirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inʧeneˈrirsi]

1 κατακαίγομαι
2 αποτεφρώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incenerimento inceneritore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incendiario (ουσ αρσ )
incendiario (επίθ.)
incendio (ουσ αρσ )
incenerare (ρ. μτβ.)
incenerimento (ουσ αρσ )
incenerire (ρ. μτβ.)
incenerirsi (ρ.μ. (αντων.))
inceneritore (ουσ αρσ )
incensamento (ουσ αρσ )
incensare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incensarsi (ρ.μ. (αντων.))
incensata (θηλ.ουσ)
incensatore (ουσ αρσ )
incensatura (θηλ.ουσ)
incensazione (θηλ.ουσ)
incensiere (ουσ αρσ )
incenso (ουσ αρσ )
incensurabile (επίθ.)
incensurabilità (θηλ.ουσ)
incensurato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---