Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incensière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inʧenˈsjɛre]

1 θυμιατήρι
2 λιβανιστήρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incensazione incenso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incensarsi (ρ.μ. (αντων.))
incensata (θηλ.ουσ)
incensatore (ουσ αρσ )
incensatura (θηλ.ουσ)
incensazione (θηλ.ουσ)
incensiere (ουσ αρσ )
incenso (ουσ αρσ )
incensurabile (επίθ.)
incensurabilità (θηλ.ουσ)
incensurato (αρσ. επίθ και ουσ)
incentivare (ρ. μτβ.)
incentivazione (θηλ.ουσ)
incentivo (ουσ αρσ )
incentrare (ρ. μτβ.)
incentrarsi (ρ.μ. (αντων.))
inceppamento (ουσ αρσ )
inceppare (ρ. μτβ.)
incepparsi (ρ. μ. αμτβ.)
inceppato (επίθ.)
inceralaccare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---