Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincentìvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inʧenˈtivo] 1 κέντρισμα 2 προτροπή 3 κίνητρο 4 μέσο υποκίνησης 5 ερέθισμα 6 έναυσμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |