Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinceppaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inʧeppaˈmento] 1 στρίμωγμα 2 δύσκολη στριμωγμένη κατάσταση 3 μπλοκάρισμα 4 ενσφήνωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |