Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inceppaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inʧeppaˈmento]

1 στρίμωγμα
2 δύσκολη στριμωγμένη κατάσταση
3 μπλοκάρισμα
4 ενσφήνωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incentrarsi inceppare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incentivare (ρ. μτβ.)
incentivazione (θηλ.ουσ)
incentivo (ουσ αρσ )
incentrare (ρ. μτβ.)
incentrarsi (ρ.μ. (αντων.))
inceppamento (ουσ αρσ )
inceppare (ρ. μτβ.)
incepparsi (ρ. μ. αμτβ.)
inceppato (επίθ.)
inceralaccare (ρ. μτβ.)
incerare (ρ. μτβ.)
incerata (θηλ.ουσ)
inceratino (ουσ αρσ )
incerato (αρσ. επίθ και ουσ)
inceratura (θηλ.ουσ)
incerchiare (ρ. μτβ.)
inceronare (ρ. μτβ.)
inceronarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
incertezza (θηλ.ουσ)
incerto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---