Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inceppàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inʧepˈpare]

1 εμποδίζω
2 ανακατεύομαι
3 επεμβαίνω
4 μπλοκάρω
5 φράζω
6 φρακάρω

inceppàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inʧepˈparsi]

μαγκώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inceppamento inceppato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incentivazione (θηλ.ουσ)
incentivo (ουσ αρσ )
incentrare (ρ. μτβ.)
incentrarsi (ρ.μ. (αντων.))
inceppamento (ουσ αρσ )
inceppare (ρ. μτβ.)
incepparsi (ρ. μ. αμτβ.)
inceppato (επίθ.)
inceralaccare (ρ. μτβ.)
incerare (ρ. μτβ.)
incerata (θηλ.ουσ)
inceratino (ουσ αρσ )
incerato (αρσ. επίθ και ουσ)
inceratura (θηλ.ουσ)
incerchiare (ρ. μτβ.)
inceronare (ρ. μτβ.)
inceronarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
incertezza (θηλ.ουσ)
incerto (ουσ αρσ )
incerto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---