Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incentràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inʧenˈtrare]

1 τοποθετώ στο κέντρο
2 κεντράρω
3 επικεντρώνω

incentrarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inʧenˈtrarsi]

επικεντρώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incentivo inceppamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incensurabilità (θηλ.ουσ)
incensurato (αρσ. επίθ και ουσ)
incentivare (ρ. μτβ.)
incentivazione (θηλ.ουσ)
incentivo (ουσ αρσ )
incentrare (ρ. μτβ.)
incentrarsi (ρ.μ. (αντων.))
inceppamento (ουσ αρσ )
inceppare (ρ. μτβ.)
incepparsi (ρ. μ. αμτβ.)
inceppato (επίθ.)
inceralaccare (ρ. μτβ.)
incerare (ρ. μτβ.)
incerata (θηλ.ουσ)
inceratino (ουσ αρσ )
incerato (αρσ. επίθ και ουσ)
inceratura (θηλ.ουσ)
incerchiare (ρ. μτβ.)
inceronare (ρ. μτβ.)
inceronarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---