Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inceratìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inʧeraˈtino]

ζώνη καπέλου αντι-ιδρωτική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incerata incerato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incepparsi (ρ. μ. αμτβ.)
inceppato (επίθ.)
inceralaccare (ρ. μτβ.)
incerare (ρ. μτβ.)
incerata (θηλ.ουσ)
inceratino (ουσ αρσ )
incerato (αρσ. επίθ και ουσ)
inceratura (θηλ.ουσ)
incerchiare (ρ. μτβ.)
inceronare (ρ. μτβ.)
inceronarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
incertezza (θηλ.ουσ)
incerto (ουσ αρσ )
incerto (επίθ.)
incespicare (ρ.αμτβ.)
incessabile (επίθ.)
incessante (επίθ.)
incesso (ουσ αρσ )
incesto (ουσ αρσ )
incestuoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---