Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incespicàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inʧespiˈkare]

1 κομπιάζω
2 σκουντουφλώ
3 σκαλώνω
4 παραπατώ
5 σκοντάφτω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incerto incessabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inceronare (ρ. μτβ.)
inceronarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
incertezza (θηλ.ουσ)
incerto (ουσ αρσ )
incerto (επίθ.)
incespicare (ρ.αμτβ.)
incessabile (επίθ.)
incessante (επίθ.)
incesso (ουσ αρσ )
incesto (ουσ αρσ )
incestuoso (επίθ.)
incetta (θηλ.ουσ)
incettare (ρ. μτβ.)
incettatore (ουσ αρσ )
inchiavardare (ρ. μτβ.)
inchiavettare (ρ. μτβ.)
inchiesta (θηλ.ουσ)
inchinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inchinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inchino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---