Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incètta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inˈʧɛtta]

1 μαζική εξαγορά για κερδοσκοπία
2 κερδοσκοπική απόκρυψη προὶόντων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incestuoso incettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incessabile (επίθ.)
incessante (επίθ.)
incesso (ουσ αρσ )
incesto (ουσ αρσ )
incestuoso (επίθ.)
incetta (θηλ.ουσ)
incettare (ρ. μτβ.)
incettatore (ουσ αρσ )
inchiavardare (ρ. μτβ.)
inchiavettare (ρ. μτβ.)
inchiesta (θηλ.ουσ)
inchinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inchinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inchino (ουσ αρσ )
inchiodare (ρ. μτβ.)
inchiodarsi (ρ.μ. (αντων.))
inchiodatore (ουσ αρσ )
inchiodatrice (θηλ.ουσ)
inchiodatura (θηλ.ουσ)
inchiostrare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---