Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inchìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈkino]

η υπόκλιση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inchinarsi inchiodare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inchiavardare (ρ. μτβ.)
inchiavettare (ρ. μτβ.)
inchiesta (θηλ.ουσ)
inchinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inchinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inchino (ουσ αρσ )
inchiodare (ρ. μτβ.)
inchiodarsi (ρ.μ. (αντων.))
inchiodatore (ουσ αρσ )
inchiodatrice (θηλ.ουσ)
inchiodatura (θηλ.ουσ)
inchiostrare (ρ. μτβ.)
inchiostrarsi (ρ.μ. (αντων.))
inchiostratore (ουσ αρσ )
inchiostratura (θηλ.ουσ)
inchiostrazione (θηλ.ουσ)
inchiostro (ουσ αρσ )
inciampare (ρ.αμτβ.)
inciampicare (ρ.αμτβ.)
inciampo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---