Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inciàmpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈʧampo]

1 πρόσκομμα
2 εμπόδιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inciampicare incidentale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inchiostratura (θηλ.ουσ)
inchiostrazione (θηλ.ουσ)
inchiostro (ουσ αρσ )
inciampare (ρ.αμτβ.)
inciampicare (ρ.αμτβ.)
inciampo (ουσ αρσ )
incidentale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
incidentalmente (επίρ.)
incidente (ουσ αρσ )
incidente (επίθ.)
incidenza (θηλ.ουσ)
incidere (ρ.αμτβ.)
incidere (ρ. μτβ.)
incimurrito (επίθ.)
incinerare (ρ. μτβ.)
incinerazione (θηλ.ουσ)
incinta (θηλ.ουσ)
incinta (επίθ.)
incipiente (αρσ. επίθ και ουσ)
incipriare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---