Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincinerazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inʧineratˈtsjone] 1 κατάκαυση 2 μεταβολή σε στάχτη 3 αποτέφρωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |