Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incìso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈʧizo]

1 παρεμβαλλόμενος όρος
2 αγκύλη
3 παρένθεση

incìso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈʧizo]

1 σκαλισμένος
2 σμιλεμένος
3 χαραγμένος
4 εγχάρακτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incisivo incisore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incirca (επίρ.)
incisione (θηλ.ουσ)
incisività (θηλ.ουσ)
incisivo (ουσ αρσ )
incisivo (επίθ.)
inciso (ουσ αρσ )
inciso (επίθ.)
incisore (αρσ. επίθ και ουσ)
incisoria (θηλ.ουσ)
incisorio (επίθ.)
incistamento (ουσ αρσ )
incistarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incitamento (ουσ αρσ )
incitare (ρ. μτβ.)
incitatore (ουσ αρσ )
incitatore (επίθ.)
incitazione (θηλ.ουσ)
incitrullire (ρ.αμτβ.)
incitrullire (ρ. μτβ.)
incitrullirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---