Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincìso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inˈʧizo] 1 παρεμβαλλόμενος όρος 2 αγκύλη 3 παρένθεση incìso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inˈʧizo] 1 σκαλισμένος 2 σμιλεμένος 3 χαραγμένος 4 εγχάρακτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |