Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincisóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [inʧiˈzore] 1 καλλιτέχνης χαρακτικής 2 σκαλιστής 3 λιθογράφος 4 ξυλογράφος 5 χαλκογράφος 6 χαράκτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |