Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incistàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inʧisˈtarsi]

1 σχηματίζω εγκύστωση
2 εγκυστούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incistamento incitamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inciso (επίθ.)
incisore (αρσ. επίθ και ουσ)
incisoria (θηλ.ουσ)
incisorio (επίθ.)
incistamento (ουσ αρσ )
incistarsi (ρ. μ. αμτβ.)
incitamento (ουσ αρσ )
incitare (ρ. μτβ.)
incitatore (ουσ αρσ )
incitatore (επίθ.)
incitazione (θηλ.ουσ)
incitrullire (ρ.αμτβ.)
incitrullire (ρ. μτβ.)
incitrullirsi (ρ.μ. (αντων.))
inciuchire (ρ.αμτβ.)
incivile (επίθ.)
incivilimento (ουσ αρσ )
incivilire (ρ. μτβ.)
incivilirsi (ρ.μ. (αντων.))
inciviltà (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---