ItalianoGreco


inciviltà  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inʧivilˈta]

1 αγένεια
2 απρέπεια
3 έλλειψη τρόπων καλής συμπεριφοράς
4 βαρβαρισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---