Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inciviltà  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inʧivilˈta]

1 αγένεια
2 απρέπεια
3 έλλειψη τρόπων καλής συμπεριφοράς
4 βαρβαρισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incivilirsi inclassificabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inciuchire (ρ.αμτβ.)
incivile (επίθ.)
incivilimento (ουσ αρσ )
incivilire (ρ. μτβ.)
incivilirsi (ρ.μ. (αντων.))
inciviltà (θηλ.ουσ)
inclassificabile (επίθ.)
inclemente (επίθ.)
inclemenza (θηλ.ουσ)
inclinabile (επίθ.)
inclinante (επίθ.)
inclinare (ρ.αμτβ.)
inclinare (ρ. μτβ.)
inclinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inclinato (επίθ.)
inclinazione (θηλ.ουσ)
incline (επίθ.)
inclinometro (ουσ αρσ )
inclito (επίθ.)
includere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---