Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inclinòmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inkliˈnɔmetro]

1 μετρητής μαγνητικού πεδίου
2 κλισιόμετρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incline inclito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inclinare (ρ. μτβ.)
inclinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inclinato (επίθ.)
inclinazione (θηλ.ουσ)
incline (επίθ.)
inclinometro (ουσ αρσ )
inclito (επίθ.)
includere (ρ. μτβ.)
inclusione (θηλ.ουσ)
inclusivo (επίθ.)
incluso (επίθ.)
incoagulabile (επίθ.)
incoagulabilità (θηλ.ουσ)
incoativo (αρσ. επίθ και ουσ)
incoccare (ρ. μτβ.)
incocciarsi (ρ.μ. (αντων.))
incodardire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incoercibile (επίθ.)
incoercibilità (θηλ.ουσ)
incoerente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---