Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incoagulabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkoagulabiliˈta]

αδυναμία θρόμβωσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incoagulabile incoativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

includere (ρ. μτβ.)
inclusione (θηλ.ουσ)
inclusivo (επίθ.)
incluso (επίθ.)
incoagulabile (επίθ.)
incoagulabilità (θηλ.ουσ)
incoativo (αρσ. επίθ και ουσ)
incoccare (ρ. μτβ.)
incocciarsi (ρ.μ. (αντων.))
incodardire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incoercibile (επίθ.)
incoercibilità (θηλ.ουσ)
incoerente (επίθ.)
incoerenza (θηλ.ουσ)
incogliere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incognita (θηλ.ουσ)
incognito (ουσ αρσ )
incognito (επίθ.)
incoiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incoiarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---