Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincògnito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inˈkɔɲɲito] 1 το άγνωστο 2 ινκόγκνιτο incògnito επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inˈkɔɲɲito] Άγνωστος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |