Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincollaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inkollaˈmento] 1 κόλλημα 2 επικόλληση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |