Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incolonnàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkolonˈnare]

1 σχηματίζω στήλες
2 τοποθετώ κατά στήλες
3 βάζω σε μορφή πίνακα

incolonnarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inkolonˈnarsi]

1 σχηματίζω στήλες
2 παρελαύνω
3 στήνομαι στην ουρά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incolonnamento incolonnatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incollerire (ρ.αμτβ.)
incollerirsi (ρ. μ. αμτβ.)
incollerito (επίθ.)
incolmabile (επίθ.)
incolonnamento (ουσ αρσ )
incolonnare (ρ. μτβ.)
incolonnarsi (ρ.μ. (αντων.))
incolonnatore (ουσ αρσ )
incolore (επίθ.)
incoloro (επίθ.)
incolpabile (επίθ.)
incolpare (ρ. μτβ.)
incolparsi (ρ.μ. (αντων.))
incolpevole (επίθ.)
incolpevolezza (θηλ.ουσ)
incolto (επίθ.)
incolume (επίθ.)
incolumità (θηλ.ουσ)
incombente (αρσ. επίθ και ουσ)
incombenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---