Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incolumità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkolumiˈta]

Ασφάλεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incolume incombente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incolparsi (ρ.μ. (αντων.))
incolpevole (επίθ.)
incolpevolezza (θηλ.ουσ)
incolto (επίθ.)
incolume (επίθ.)
incolumità (θηλ.ουσ)
incombente (αρσ. επίθ και ουσ)
incombenza (θηλ.ουσ)
incombere (ρ.αμτβ.)
incombustibile (επίθ.)
incombustibilità (θηλ.ουσ)
incombusto (αρσ. επίθ και ουσ)
incominciamento (ουσ αρσ )
incominciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incommensurabile (επίθ.)
incommensurabilità (θηλ.ουσ)
incommerciabile (επίθ.)
incommerciabilità (θηλ.ουσ)
incommutabile (επίθ.)
incommutabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---