Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incommensuràbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkommensuˈrabile]

1 ασύγκριτος ποιοτικά
2 άμετρος
3 αναρίθμητος
4 αλογάριαστος
5 απροσμέτρητος
6 απειροπληθής
7 ακαταμέτρητος
8 αμέτρητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incominciare incommensurabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incombustibile (επίθ.)
incombustibilità (θηλ.ουσ)
incombusto (αρσ. επίθ και ουσ)
incominciamento (ουσ αρσ )
incominciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incommensurabile (επίθ.)
incommensurabilità (θηλ.ουσ)
incommerciabile (επίθ.)
incommerciabilità (θηλ.ουσ)
incommutabile (επίθ.)
incommutabilità (θηλ.ουσ)
incomodare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incomodarsi (ρ.μ. (αντων.))
incomodato (επίθ.)
incomodo (ουσ αρσ )
incomodo (επίθ.)
incomparabile (επίθ.)
incomparabilità (θηλ.ουσ)
incompatibile (επίθ.)
incompatibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---