ItalianoGreco


incommensuràbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkommensuˈrabile]

1 ασύγκριτος ποιοτικά
2 άμετρος
3 αναρίθμητος
4 αλογάριαστος
5 απροσμέτρητος
6 απειροπληθής
7 ακαταμέτρητος
8 αμέτρητος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---