Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincòmodo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inˈkɔmodo] 1 ενόχληση 2 αδιαθεσία 3 μπελάς incòmodo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inˈkɔmodo] 1 μη βολικός 2 ενοχλητικός 3 άβολος 4 κακόβολος 5 στενόχωρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |