Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incompetènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkompeˈtɛntsa]

1 ανικανότητα
2 αναρμοδιότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incompetente incompianto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incompatibilità (θηλ.ουσ)
incompenetrabile (επίθ.)
incompenetrabilità (θηλ.ουσ)
incompetente (ουσ αρσ και θηλ.)
incompetente (επίθ.)
incompetenza (θηλ.ουσ)
incompianto (επίθ.)
incompiutezza (θηλ.ουσ)
incompiuto (επίθ.)
incompletezza (θηλ.ουσ)
incompleto (επίθ.)
incompostezza (θηλ.ουσ)
incomposto (επίθ.)
incomprensibile (επίθ.)
incomprensibilità (θηλ.ουσ)
incomprensione (θηλ.ουσ)
incompreso (επίθ.)
incompressibile (επίθ.)
incompressibilità (θηλ.ουσ)
incomprimibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---