Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incompiùto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkomˈpjuto]

ατελείωτος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incompiutezza incompletezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incompetente (ουσ αρσ και θηλ.)
incompetente (επίθ.)
incompetenza (θηλ.ουσ)
incompianto (επίθ.)
incompiutezza (θηλ.ουσ)
incompiuto (επίθ.)
incompletezza (θηλ.ουσ)
incompleto (επίθ.)
incompostezza (θηλ.ουσ)
incomposto (επίθ.)
incomprensibile (επίθ.)
incomprensibilità (θηλ.ουσ)
incomprensione (θηλ.ουσ)
incompreso (επίθ.)
incompressibile (επίθ.)
incompressibilità (θηλ.ουσ)
incomprimibile (επίθ.)
incomputabile (επίθ.)
incomunicabile (επίθ.)
incomunicabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---