Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incompostézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkomposˈtettsa]

1 ασυγυρισιά
2 ατημέλεια
3 αταξία
4 ακοσμία
5 χάος
6 απρέπεια
7 γαὶδουριά
8 ανακατωσούρα
9 ατασθαλία
10 έλλειψη περιποίησης
11 ακαταστασία
12 ατημελησία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incompleto incomposto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incompianto (επίθ.)
incompiutezza (θηλ.ουσ)
incompiuto (επίθ.)
incompletezza (θηλ.ουσ)
incompleto (επίθ.)
incompostezza (θηλ.ουσ)
incomposto (επίθ.)
incomprensibile (επίθ.)
incomprensibilità (θηλ.ουσ)
incomprensione (θηλ.ουσ)
incompreso (επίθ.)
incompressibile (επίθ.)
incompressibilità (θηλ.ουσ)
incomprimibile (επίθ.)
incomputabile (επίθ.)
incomunicabile (επίθ.)
incomunicabilità (θηλ.ουσ)
inconcepibile (επίθ.)
inconcepibilità (θηλ.ουσ)
inconciliabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---