ItalianoGreco


incompostézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkomposˈtettsa]

1 ασυγυρισιά
2 ατημέλεια
3 αταξία
4 ακοσμία
5 χάος
6 απρέπεια
7 γαὶδουριά
8 ανακατωσούρα
9 ατασθαλία
10 έλλειψη περιποίησης
11 ακαταστασία
12 ατημελησία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---