Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inconciliàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkonʧiˈljabile]

1 άσπονδος
2 ασυμφιλίωτος
3 αδιάλλακτος
4 ασυμβίβαστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inconcepibilità inconciliabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incomputabile (επίθ.)
incomunicabile (επίθ.)
incomunicabilità (θηλ.ουσ)
inconcepibile (επίθ.)
inconcepibilità (θηλ.ουσ)
inconciliabile (επίθ.)
inconciliabilità (θηλ.ουσ)
inconcludente (επίθ.)
inconcludenza (θηλ.ουσ)
inconcluso (επίθ.)
inconcusso (επίθ.)
incondizionatamente (επίρ.)
incondizionato (επίθ.)
inconfessabile (επίθ.)
inconfessato (επίθ.)
inconfesso (επίθ.)
inconfondibile (επίθ.)
inconfortabile (επίθ.)
inconfutabile (επίθ.)
inconfutabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---