Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inconfessàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkonfesˈsabile]

1 ανομολόγητος
2 επιμεμπτός
3 ακατονόμαστος
4 απερίγραπτος
5 ανεκδιήγητος
6 αμολόγητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incondizionato inconfessato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inconcludenza (θηλ.ουσ)
inconcluso (επίθ.)
inconcusso (επίθ.)
incondizionatamente (επίρ.)
incondizionato (επίθ.)
inconfessabile (επίθ.)
inconfessato (επίθ.)
inconfesso (επίθ.)
inconfondibile (επίθ.)
inconfortabile (επίθ.)
inconfutabile (επίθ.)
inconfutabilità (θηλ.ουσ)
inconfutato (επίθ.)
incongelabile (επίθ.)
incongruente (επίθ.)
incongruenza (θηλ.ουσ)
incongruità (θηλ.ουσ)
incongruo (επίθ.)
inconoscibile (αρσ. επίθ και ουσ)
inconoscibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---