Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incongruènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkongruˈɛntsa]

1 ασυνέπεια
2 αντίφαση
3 ασυναρτησία
4 ανακολουθία
5 παραλογισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incongruente incongruità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inconfutabile (επίθ.)
inconfutabilità (θηλ.ουσ)
inconfutato (επίθ.)
incongelabile (επίθ.)
incongruente (επίθ.)
incongruenza (θηλ.ουσ)
incongruità (θηλ.ουσ)
incongruo (επίθ.)
inconoscibile (αρσ. επίθ και ουσ)
inconoscibilità (θηλ.ουσ)
inconsapevole (επίθ.)
inconsapevolezza (θηλ.ουσ)
inconsapevolmente (επίρ.)
inconscio (αρσ. επίθ και ουσ)
inconseguente (επίθ.)
inconseguenza (θηλ.ουσ)
inconsiderabile (επίθ.)
inconsideratezza (θηλ.ουσ)
inconsiderato (επίθ.)
inconsiderazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---