Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inconseguènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkonseˈgwɛntsa]

1 ανακολουθία
2 ασυνέπεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inconseguente inconsiderabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inconsapevole (επίθ.)
inconsapevolezza (θηλ.ουσ)
inconsapevolmente (επίρ.)
inconscio (αρσ. επίθ και ουσ)
inconseguente (επίθ.)
inconseguenza (θηλ.ουσ)
inconsiderabile (επίθ.)
inconsideratezza (θηλ.ουσ)
inconsiderato (επίθ.)
inconsiderazione (θηλ.ουσ)
inconsistente (επίθ.)
inconsistenza (θηλ.ουσ)
inconsolabile (επίθ.)
inconsueto (επίθ.)
inconsulto (επίθ.)
inconsumabile (επίθ.)
inconsunto (επίθ.)
incontaminabile (επίθ.)
incontaminato (επίθ.)
incontenibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---